- πολύκροτο
- τοπυροβόλο όπλο, περίστροφο, πιστόλι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σιμωνιακά — Πολύκροτο σκάνδαλο, που αποκαλύφτηκε τον Ιανουάριο του 1875 στην Ελλάδα, και στο οποίο είχαν ανάμειξη γνωστοί πολιτικοί και κορυφαίοι κληρικοί. Συγκεκριμένα, μετά την παραίτηση της κυβέρνησης του Δ. Βούλγαρη, διατυπώθηκαν κατηγορίες εναντίον δύο… … Dictionary of Greek
πολύκροτος — η, ο / πολύκροτος, ον, ΝΜΑ, και θηλ. τ. πολυκρότη, Α νεοελλ. 1. αυτός που εμφανίζει πολυκροτισμό 2. αυτός που έχει προκαλέσει πολύ θόρυβο, που έχει συζητηθεί πολύ, περιβόητος, διαβόητος (α. «πολύκροτη δίκη» β. «πολύκροτο σκάνδαλο») 3. το ουδ. ως… … Dictionary of Greek
Σινά — Χερσόνησος της Αιγύπτου, που βρίσκεται μεταξύ των κόλπων του Σουέζ και της Άκαμπα. Έχει έκταση 65 000 τ. χλμ. και στο μεγαλύτερο μέρος της είναι άνυδρη και άγονη. Ολόκληρο το νότιο τμήμα της αποτελείται από ένα κρυσταλλοπαγή ορεινό όγκο, που… … Dictionary of Greek
σιμωνιακός — ή, ό / σιμωνιακός, ή, όν, ΝΜΑ [σιμωνία] 1. αυτός που έχει σχέση με τη σιμωνία 2. ο ένοχος σιμωνίας νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα σιμωνιακά πολύκροτο σκάνδαλο δωροδοκίας και σιμωνίας που συντάραξε την ελληνική κοινή γνώμη τον Ιανουάριο 1875… … Dictionary of Greek
Γουίλσον, Έντμουντ — (Edmund Wilson, Ρεντ Μπανκ, Νιου Τζέρσεϊ 1895 – Νέα Υόρκη 1972). Αμερικάνος συγγραφέας και κριτικός. Ολοκλήρωσε τις σπουδές του στο Πρίνστον και στράφηκε στη δημοσιογραφία· το 1920 21 ήταν διευθυντής του περιοδικού Vanity Fair, από το 1926 έως το … Dictionary of Greek
Μολέ, Λουί Ματιέ — (Lοuis Mathieu Mole, Παρίσι 1781 – Σεν ετ Ουάζ 1855). Γάλλος πολιτικός. Το πολύκροτο σύγγραμμά του Μελέτη για την ηθική και την πολιτική είχε μεγάλη απήχηση, τράβηξε μάλιστα και την προσοχή του ίδιου του Ναπολέοντα, ο οποίος τον ανέβασε σε… … Dictionary of Greek